Προσπάλτιος

Προσπάλτιος
ὁ, Α [Πρόσπαλτα]
1. ο κάτοικος τών Προσπάλτων
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Προσπάλτιοι
τίτλος κωμωδίας τού Ευπόλιδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”